πιθος

πιθος
    πίθος
    (ῐ) ὅ пифос, (большой) глиняный сосуд (бочка)
    

(κεράμινος Her.)

    εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν погов. Xen. — лить в продырявленную бочку (ср. русск. черпать воду решетом);
    ἐν πίθῳ ἥ κεραμεία γιγνομένη погов. Plat. — гончарное дело, начатое с большого сосуда (вместо маленького;
    о попытке браться за трудное до овладения легким)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πιθος" в других словарях:

  • πίθος — large wine jar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίθος — I Δήμος της αρχαίας Αττικής, που πιθανόν να βρισκόταν κοντά στην Κηφισιά. Ο δημότης του ονομαζόταν Πιθεύς ή Πιθεεύς. II Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ.), στην πρώην επαρχία Κερκύρας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Θιναλείου …   Dictionary of Greek

  • Ἄπληστος πίθος. — ἄπληστος πίθος. См. Бездонная бочка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὁ τῶν Δαναίδων πίθος. — См. Бочка Данаид …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πίθοιν — πίθος large wine jar masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίθοισιν — πίθος large wine jar masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίθους — πίθος large wine jar masc acc pl πίθων little ape masc acc pl πιθόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίθων — πίθος large wine jar masc gen pl πίθων little ape masc nom/voc sg πιθόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πιθόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίθῳ — πίθος large wine jar masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα …   Deutsch Wikipedia

  • πιθάρι — (αρχ. πίθος). Αγγείο μεγάλων διαστάσεων με χοντρά τοιχώματα, πλατύ και κοντό λαιμό και μικρές λαβές. Η βάση του, ανάλογα με το σκοπό που εξυπηρετούσε, ήταν άλλοτε πλατιά και άλλοτε στενή. Κατασκευαζόταν συνήθως από πηλό ή πέτρα, σπανιότερα δε από …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»